σταγονόρροια

σταγονόρροια
η, Ν
1. η ροή σταγόνων
2. (βοτ.-μυκητ.) η αποβολή νερού υπό μορφή σταγόνων από μερικά ανώτερα φυτά και μύκητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταγόνα + -ρροια (< -ρρους < ρέω), πρβλ. εμμηνό-ρροια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υδατώδης — ες / ὑδατώδης, ῶδες, ΝΜΑ 1. όμοιος με νερό, υδαρής, νερουλός 2. αυτός που αποτελείται από νερό, υγρός νεοελλ. 1. αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το υδατώδες βοτ. επιφανειακή απεκκριτική δομή τού φύλλου τών φυτών, η οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”